- σκηπτοῦ
- σκηπτόςthunderboltmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκήπτου — σκήπτω prop pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) σκήπτω prop imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) σκῆπτον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκηπτός — ὁ, Α [σκήπτω] 1. κεραυνός («βροντῆς γενομένης σκηπτὸς πεσεῑν εἰς τὴν οἰκίαν», Ξεν.) 2. μτφ. α) καταιγίδα β) ανεμοστρόβιλος γ) πολεμική επιδρομή («σκηπτοῡ πιόντος πολεμίων», Ευρ.) δ) είδος παρασίτου 3. φρ. α) «σκηπτὸς λοιμοῡ» λοιμός που ενσκήπτει… … Dictionary of Greek